- ζώγρει
- ζωγρέωtakepres imperat act 2nd sg (attic epic)ζωγρέωtakeimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωγρεῖ — ζωγρέω take pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ζωγρέω take pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ζωγρεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… … Dictionary of Greek